παχνί

παχνί
το
ειδική θέση στο στάβλο, όπου τοποθετείται η τροφή των ζώων, φάτνη: Κάθε ζωντανό στο παχνί του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φάτνη — Ξύλινο συνήθως, κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή των ζώων. Είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία παχνί. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κατά μήκος του στάβλου μία φ. χωρισμένη σε ίσα διαμερίσματα, όσα και τα ζώα που… …   Dictionary of Greek

  • αχνί — το κοίλωμα στον τοίχο στάβλου ή ξύλινο κατασκεύασμα όπου τοποθετείται η τροφή για τα ζώα, φάτνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παχνί έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. *παθνίον, υποκορ. τού αρχ. πάθνη, άλλο τ. τού φάτνη* με τις εξής μεταβολές: *παθνίον >… …   Dictionary of Greek

  • παχνιάζω — (I) [πάχνη] επικαλύπτομαι, σκεπάζομαι με πάχνη. (II) [παχνί] ρίχνω χόρτο στο παχνί για να θρέψω τα ζώα, δίνω τροφή στα ζώα …   Dictionary of Greek

  • έχνος — ἔχνος, τὸ (Μ) κάθε ζώο ή ζωύφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού κρητικού ιδιώματος < έθνος (πρβλ. πάθνη > παχνί)] …   Dictionary of Greek

  • εμφατνίζομαι — ἐμφατνίζομαι (Μ) (για άλογα) κλείνομαι στη φάτνη, στο παχνί …   Dictionary of Greek

  • πύελος — η, ΝΑ, και πύαλος Α 1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για στερέωση σφραγιδολίθου, αλλ. πυελίδα 2. κολυμπήθρα για βάπτιση νεοελλ. 1. ανατ. σύνολο τεσσάρων οστών που αποτελούν το κατώτερο τμήμα τού κορμού, στο οποίο χρησιμεύουν ως βάση και προσφέρουν… …   Dictionary of Greek

  • φέρβω — Α (ποιητ. τ.) 1. τρέφω («ποιμὴν... φέρβειν βοτά», Ευρ.) 2. (ενεργ και μέσ.) έχω («κεστρέα δ ... ἀκούω φέρβειν πρηΰτατόν τε δικαιότατόν τε νόημα», Οππ.) 3. μτφ. διασώζω, διατηρώ («μουνογενὴς δὲ πάϊς οἶκον πατρώϊον εἴη φερβέμεν», Ησίοδ.) 4. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από …   Dictionary of Greek

  • απόπαχνο — το απομεινάρι στο παχνί από την τροφή των ζώων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”